ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
16-12-07
Τρία νέα έντυπα με τις ιστορίες και τις απόψεις τους έχουν αποδέκτες όλους μας
Της Ιφιγενειας Διαμαντη
«Αποφυλακίστηκα στις αρχές του 2005, ο Αχμέτ όμως έμεινε πίσω. Καταλάβαινα ακριβώς πώς ένιωθε. «Περιμένω να σε δω ελεύθερο», του είπα. Μου απάντησε με πικρό χαμόγελο, πως κανείς δεν ξέρει τι τον περιμένει και πού θα καταλήξει. Ο Αχμέτ είχε δίκιο. Επειτα από ενάμιση μήνα, με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν να βρω ένα μουφτή για την κηδεία. Ο Αχμέτ κρεμάστηκε στο μαγειρείο της φυλακής όπου δούλευε, με ένα καλώδιο της τηλεόρασης. Η αυτοκτονία του είναι ένα μήνυμα προς την κοινωνία και την κυβέρνηση, ότι η Δικαιοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα πρέπει να ισχύουν για όλους, ανεξάρτητα αν είναι κρατούμενοι ή μετανάστες κρατούμενοι. Μαζί με τον Αχμέτ εκείνο το απόγευμα θάψαμε τα όνειρά του για τη ζωή και για την Τέχνη (σ.σ. ήταν ζωγράφος) και τα παράπονά του για την κατάσταση. Οι υπεύθυνοι της φυλακής συγκάλυψαν το γεγονός, ποτέ δεν ακούστηκε τίποτα για τον θάνατο του Αχμέτ. Οπως δεν ακούστηκε τίποτα και για τον Ισμαήλ από την Αλβανία, που πέθανε από χάπια και ηρωίνη που κυκλοφορούν εύκολα μέσα στη φυλακή, ακόμα χειρότερα σε μια φυλακή ανηλίκων».
Ο Νασίμ Μοχαμεντί κατάγεται από το Αφγανιστάν. Είναι 23 ετών. Πρόσφατα, έκλεισε τέσσερα χρόνια στην Ελλάδα. Δουλεύει σε εργοστάσιο και παράλληλα τελειώνει το νυχτερινό Λύκειο. Πριν από λίγα χρόνια βρέθηκε στις φυλακές του Αυλώνα επειδή δεν μπορούσε να είναι νόμιμος μετανάστης. Δεν ήξερε τη γλώσσα και δεν μπορούσε να συνεννοηθεί. Κάποια στιγμή, είδε κάποιον από την κοινωνική οργάνωση υποστήριξης νέων «Αρσις», ήρθε δικηγόρος από το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες και με τα πολλά, βγήκε. ««Σε κράτησαν παράνομα έντεκα μήνες φυλακή», ήταν τα λόγια του δικαστή», λέει ο ίδιος.
Τώρα πια μιλά και γράφει πολύ καλά ελληνικά. Το κομμάτι το οποίο αποτελεί την εισαγωγή αυτού του ρεπορτάζ, το έγραψε εκείνος για μια καινούρια προσπάθεια της Πρωτοβουλίας για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων: «Το Κελί» είναι ένα περιοδικό που έκανε την πρώτη εμφάνισή του τον Νοέμβριο, σχεδόν ταυτόχρονα με τις «Κραυγές στη σιωπή» από τις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού. Κάτι ανάλογο ετοιμάζουν σύντομα και περίπου 20 ανήλικοι στις φυλακές του Αυλώνα, με τη βοήθεια της κοινωνικής οργάνωσης νέων «Αρσις». Επικρατέστερος τίτλος της δικής τους προσπάθειας; «Το τρένο της ζωής». Μέσα από τα έντυπα αυτά, η φωνή των κρατουμένων αποτυπώνεται στο χαρτί και βρίσκει διέξοδο στις προθήκες βιβλιοπωλείων και άλλων επιλεγμένων σημείων διανομής. Μερικά κομμάτια έχουν ψευδώνυμο. Αλλα το πραγματικό όνομα. Ορισμένα μόνο τα αρχικά. Ολα, όμως, έχουν κάτι προσωπικό να αφηγηθούν, τις περισσότερες φορές με λόγο χειμαρρώδη. Είναι σκέψεις, συναισθήματα, ημερολόγια, παράπονο.
Αν αρρωστήσεις την... έβαψες
Κρατούμενος και άρρωστος. Συνδυασμός δυσβάσταχτος, όπως γράφει μια κρατούμενη που υπογράφει με ψευδώνυμο στις «Κραυγές στη Σιωπή»: «Αν αρρωστήσεις στη φυλακή... την έβαψες. Φάρμακα που αντικαθίστανται με φθηνότερα ή δεν αγοράζονται καθόλου λόγω υψηλής τιμής. Τι να πρωτοπείς; Που πρέπει να περιμένεις ένα δίμηνο για να κάνεις αναγκαίες εξετάσεις; Και όταν πας νιώθεις τόση ξεφτίλα με τη συνοδεία των αστυνομικών συνεχώς δίπλα σου. Οι συνθήκες υγιεινής σε θαλάμους των 25 ατόμων είναι άθλιες. Η αγορά και χρήση χλωρίνης απαγορεύεται (τα μέσα καθαριότητας αποτελούν άλλο μεγάλο πρόβλημα). Το αποτέλεσμα είναι μολύνσεις που επιδεινώνουν το πρόβλημα. Αν ζητούσαμε όμως ψυχοφάρμακα, θα τα έδιναν ευχαρίστως και με τις χούφτες». R.
Στιγματισμένοι και απομονωμένοι
Μακριά από τους άλλους, μόνοι, στιγματισμένοι οι κρατούμενοι με έιτζ. «Υπάρχει κόσμος έξω που αγνοεί παντελώς, ίσως, την ύπαρξη κρατουμένων με έιτζ. Είμαστε μια χούφτα ανθρώπων, 20 άτομα. Χτυπημένοι από μια ασθένεια, που το άκουσμα του ονόματός της προκαλεί απέχθεια και απομόνωση στον κόσμο. Βρισκόμαστε απομονωμένοι σε μια πτέρυγα ενός ορόφου του Νοσοκομείου Κρατουμένων Κορυδαλλού «Αγιος Παύλος». Μόνοι μας, κλειδωμένοι με σιδερένια μεταλλική πόρτα, να κλείνει όλο τον διάδρομο, λες και είμαστε λεπροί, όπως παλιά. Σε κελιά - θαλάμους που γεμίζουν από 4 - 5 άτομα. Είμαστε κλειδωμένοι 21 ώρες στην πτέρυγά μας, έχοντας μόνο 3 ώρες προαυλισμό...».
Φορείς κρατούμενοι με έιτζ
Να μην κλείνουμε τα αυτιά μας...
Μια ιστορία από εκείνες που θα μπορούσε να συμβεί και σε έναν δικό μας γνωστό είναι η παρακάτω. Τίτλος της, «Η τιμωρία μου», γράφει η Νάντια, με ημερομηνία 14/7/07: «Ο λόγος που είμαι μακριά από τη μονάκριβη κορούλα μου είναι γιατί παρανόμησα, η παρανομία μου είναι η μεταφορά τεσσάρων γυναικών από τα σύνορα της Αλβανίας. Δεν μετράει καν η γνώμη μου ή η άποψή μου, και πολλοί λένε ότι είμαι λάθος. Ομως αυτές οι γυναίκες είχαν να δουν τα παιδιά τους οκτώ χρόνια, δεν τις έφερνα από καλοσύνη, είχα ανάγκη τα χρήματα και αυτά τα 1.500 ευρώ ήταν σωτήρια για μένα. Συνέχιζα να είμαι ανύπαντρη, άνεργη μητέρα. Η απελπισία μου, ο σπιτονοικοκύρης να μου κάνει έξωση, η κόρη μου δύο εβδομάδες με γάλα μόνο, δεν άντεχα. Δυστυχώς, η κοινωνία μας στα προβλήματα έχει κλειστά τα αυτιά, τα μάτια, τα χέρια. Το ίδιο και οι εργοδότες, όπου κι αν ζητούσα δουλειά, οποιαδήποτε, διότι δεν είχα την πολυτέλεια να βρω κάτι που να μου αρέσει, όλα ήταν με την ίδια απάντηση: «Κυρία μου, θα σας ειδοποιήσουμε, είναι λίγο δύσκολο να προσλάβουμε ανύπαντρη μητέρα, δικαιούστε πολλά από τον νόμο, δεν μπορούμε να σας καλύψουμε». Το γενικό αποτέλεσμα, έξι μήνες χωρίς δουλειά. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν η κόρη μου, να με κοιτάζει με αυτά τα ματάκια της γεμάτα απορία και πείνα. Προσπάθησα να το παλέψω, αναζήτησα πάλι δουλειά χωρίς αποτέλεσμα, μέχρι που έφαγα την τελική «σφαλιάρα», το αγγελούδι μου αρρώστησε από βρογχίτιδα όπου γύρισε σε πνευμονία, χωρίς ασφάλεια, χωρίς χρήματα, σε απελπισία, κατέληξα στον δρόμο για τα σύνορα, η απόσταση περίπου έξι ώρες, όμως εμένα μού φαινόταν ολόκληρος αιώνας. [...] Ναι, έκανα την παρανομία, κακούργημα για τον νόμο, όμως δεν είμαι μόνο εγώ ο φταίχτης, αλλά και όσοι μου έκλεισαν την πόρτα. Το μόνο που ζητάω, όχι για μένα, αλλά για όλον τον κόσμο, είναι να μην κλείνουμε τα αυτιά μας, την πόρτα στα προβλήματα». Νάντια
Στην κηδεία μόνο με χειροπέδες
Μια ανθρώπινη στιγμή, στην οποία όμως δεν κατάφερε να είναι παρών, περιγράφει ένας άλλος κρατούμενος, από το «Κελί», αυτή τη φορά: «Ηθελα να πάω στην κηδεία της μάνας μου. Εκανα αίτηση, και αυτοί, την τελευταία στιγμή την έκαναν δεκτή, αλλά μόνο με χειροπέδες. Να πάω στην κηδεία της μάνας μου με χειροπέδες; Δεν πήγα». Τόσο αυθόρμητο και ιδιαίτερα προσωπικό είναι το παρακάτω απόσπασμα, επίσης από το «Κελί»: «Μου λείπει η επαφή. Ενα χάδι, από τη μάνα μου, την αδελφή μου. Μου λείπει ένα άγγιγμα γυναίκας. Είναι το χειρότερο βασανιστήριο. Είμαι έξι χρόνια φυλακή και δεν τους έχω αγγίξει». Ανυπόγραφο
«Οταν θα βγω θα αρχίσω καινούργια ζωή!»
Στον Αυλώνα ένας νέος άνθρωπος είδε τη ζωή του να αλλάζει. «Από πολύ μικρός, στα 13 μου, ξεκίνησα τα κλεψίματα και τη χρήση. Είχα πολλά δικαστήρια, αλλά επειδή ήμουν ανήλικος δε με έβαζαν μέσα κι έτσι πάντα γλίτωνα. Ωσπου μια μέρα, στα 18 μου, έπεσα στη φυλακή. Μέσα ήδη με περίμεναν πολλά άτομα. Εγώ μόλις είχα έρθει και είχα διάφορα στερητικά συμπτώματα από τη χρήση. Τα παιδιά που έμεναν μαζί μου με πρόσεχαν πολύ. Υστερα από ένα μήνα είχα αρχίσει να γίνομαι καλά και άρχισα σιγά σιγά να τρώω. Την περίοδο αυτή άρχισα να γεμίζω τατουάζ το σώμα μου γιατί τα τατουάζ είναι η αδυναμία μου. Μετά κάμποσο καιρό έφυγα από τη φυλακή γιατί δεν ήμουν καλό παιδί και έκανα όλο φασαρίες με τα άλλα παιδιά και τους υπαλλήλους. Γι' αυτό με έδιωξαν και αργότερα με έδιωξαν και από άλλες φυλακές και στο τέλος με ξανάφεραν στον Αυλώνα. Για λίγο καιρό έκανα φασαρία, μετά όμως σταμάτησα. Αρχισα το σχολείο και μου άρεσε. Δεν έχασα ούτε μία μέρα. Στο σχολείο άρχισα να κάνω διάφορα πράγματα, όπως ζωγραφική, χαρακτική, κολάζ, καθώς και να προσέχω στα μαθήματα. Αρχισα να αλλάζω τη ζωή μου. Εκοψα το κάπνισμα και τις άλλες ουσίες και ασχολήθηκα με πράγματα που με γέμιζαν. Αλλαξε ο τρόπος που μίλαγα και ο τρόπος που σκεφτόμουν. Και τώρα θα βγω από τη φυλακή και θα αρχίσω καινούργια ζωή!». Β.
«Να δοθεί τέλος στο άβατο των φυλακών»
«Δυσκολευτήκαμε να κάνουμε την επιλογή των κειμένων» λέει στην «Κ» ο Πάνος Λάμπρου από την Πρωτοβουλία για τα Δικαιώματα των κρατουμένων, που συνέβαλαν καθοριστικά στην έκδοση του εντύπου «Κελί». «Αυτό που προσπαθήσαμε, ήταν να είναι ελκυστικό και στους μέσα και στους έξω». Μια τέτοια προσπάθεια δεν βρίσκει πάντα τον δρόμο στρωμένο με ροδοπέταλα. «Υπάρχει έντονη αντίδραση από σωφρονιστικούς υπαλλήλους. Προειδοποιούν όσους επιθυμούν να γράψουν, ότι θα έχουν επιπτώσεις, όπως μεταγωγή σε άλλο σωφρονιστικό κατάστημα» συνεχίζει ο κ. Λάμπρου. Ομως, «Το Κελί» το οποίο διανέμεται δωρεάν σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία και γραφεία μη κυβερνητικών οργανώσεων («Αρσις», Δίκτυο Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών, «18 ΑΝΩ» κ.ά.) «θα φθάσει σε διακόσιους κρατούμενους. Εχει σημασία να μπει μέσα, για να δοθεί τέλος στο άβατο».
«Ξεκινήσαμε σιγά σιγά, για να δούμε πώς θα το υποδεχθούν», λέει στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής από το νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού ο Παναγιώτης Γεωργιάδης. Εχει εκτίσει ποινή πεντέμιση ετών για οικονομικής φύσεως αδικήματα που υποστηρίζει ότι δεν έκανε, και κάνει απεργία πείνας. Δεν έχει πάρει άδεια εδώ και δύο χρόνια. Μετά το πρώτο τεύχος, οι κρατούμενοι «ανυπομονούν να δουλέψουν για το επόμενο. Σταδιακά θα το εμπλουτίσουμε και θα περιλαμβάνει μόνο ύλη από τους ίδιους τους έγκλειστους» λέει. Η δημιουργία του περιοδικού, πάντως, δείχνει να έχει τονώσει το ηθικό τους: «αισθάνονται ότι έχουν δίπλα τους ένα βοήθημα, ότι ξεκινάει μια καλύτερη μέρα» καταλήγει.
Και στο Ιντερνετ
Το δεύτερο έντυπο, οι «Κραυγές στη σιωπή», αφουγκράζεται τα προβλήματα των γυναικών κρατουμένων και συντάχθηκε στα πλαίσια προγράμματος για την κοινωνική επανένταξη και τον επαγγελματικό προσανατολισμό τους, με τη βοήθεια της Κοινωνικής Οργάνωσης Υποστήριξης Νέων «Αρσις». «Θέλουν να γνωρίζουν ότι δεν τις έχουν ξεχάσει» λέει η ψυχολόγος της «Αρσις», Ρόζα Σταυροπούλου, που ήταν υπεύθυνη για το περιοδικό, το οποίο σύντομα θα «ανέβει» στο Ιντερνετ. «Το περιοδικό γίνεται περισσότερο, για να αφυπνίσει. Ομως η κοινωνία δεν θέλει να μαθαίνει», προσθέτει. Οι γυναίκες που έγραψαν σε αυτό ήταν μεταξύ 21 και 56 ετών. Η πλειονότητα είχε καταδικαστεί για ναρκωτικά, διακίνηση και χρήση, λιγότερες για οικονομικά εγκλήματα. Υπήρχαν μεμονωμένες περιπτώσεις ανθρωποκτονίας.
«Για πέντε με έξι μήνες, δούλεψα με 40 γυναίκες, σε δύο ομάδες των είκοσι. Σταδιακά, μπήκε όλη η φυλακή στο θέμα και όλο και περισσότερες ήθελαν να γράψουν κείμενα. Γι' αυτό και ενώ αρχικά επρόκειτο να βγει οκτασέλιδο, τελικά έγινε δεκαεξασέλιδο. Τίποτα δεν κόπηκε. Ποιήματα και ζωγραφιές, βιώματα, τι γίνεται μέσα στις φυλακές. Μπήκαν όλα. Δημοσιεύθηκαν και κείμενα από γυναίκες που δεν με γνώρισαν από κοντά. Αρχικά φοβούνταν να ανοιχτούν, όμως το γράψιμο τις βοηθά να εκτονωθούν», εξηγεί η κ. Σταυροπούλου. «Λειτούργησαν ομαδικά, παρά το γεγονός ότι ορισμένες κόντευαν να εκτίσουν την ποινή τους, ενώ για άλλες δεν ίσχυε το ίδιο».
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_2_16/12/2007_252514